Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

ΠΑΛΑΙΡΟΣ Η ΖΑΒΕΡΔΑ: Ένας τόπος γεμάτος αναμνήσεις και έρωτα.


Στο Πανηγύρι(από αριστερά): Παππούς Βαγγέλης, 
Μπάρμπα Νίκος, Θεια Γιώτα,Θεια Γεωργία, 
Θεία Ρωμαλέα, Μπάρμπα Κώστας,
 η μάνα μου Βούλα ο πατέρας μου Δημήτρης 
και ο θείος Στέργιος 
Πάμε παλιά, στις προσωπικές μας θύμησες της νιότης, αυτές που χαράχθηκαν ανεξίτηλα στην ψυχή μας και την ζωή μας.
Θύμησες καλοκαιρινές, ευχάριστες, ανέμελες, βουτηγμένες στην αλμύρα της θάλασσας, στο μπλε του Ιονίου, “προνομιούχοι” βλέπεις εμείς, καθώς η μάνα μας Βούλα Δελαπόρτα (Kουτιβή) έχει την καταγωγή της από την Ζαβέρδα. Ήταν κι άλλες νύφες από την Ζαβέρδα στην Κατούνα όπως η Σοφία Γεροκωστόπουλου(Ζέλου) η Παναγιώτα (Πανάγιο) Αιφαντή(Κόκου),  η Ξανθούλα Καρπούζη (Μύτακα) και η Βασιλική Ζερβούλη (Κουτιβή) και τα παιδιά τους ήταν στην ίδια μοίρα με μας.
Στο χωριό μας την Κατούνα, για πολλούς  απ΄ τους συνομηλίκους μας, αυτό ήταν άπιαστο όνειρο, δεν είχαν αντικρίσει την θάλασσα, δεν την είχαν γευτεί τόσο πολύ μιας και είμαστε καθεαυτού ορεσίβιοι και δεν άφηνε ο καπνός για διακοπές μιας και ήταν καλοκαιρινό φυτό, με ελάχιστες εξαιρέσεις τους Λουτρακίσιους ή ανθρώπους που είχαν το χρόνο να πάνε για κολύμπι εκεί, άντε και καμιά Αμφιλοχία μέσα μέσα..
Δούλευε ο κόσμος τότε σκληρά, τα καλοκαίρια δεν υπήρχαν διακοπές και ξεκούραση, αλλά σκληρή, ομαδική  δουλειά στο χωράφι, στα καπνά, τα τόσο διάσημα για την ποιότητά τους και πηγή ζωής και πλουτισμού για την περιοχή μας.
Ας πάμε λίγο πίσω στην Ζαβέρδα του αξιολάτρευτου, αξιομνημόνευτου και καλοσυνάτου θείου Στέργιου Δελαπόρτα, που βλέπουμε στην φωτογραφία, την εποχή του Επαμεινώνδα Χρυσούλη με το βενζινάδικο, αλλά και της οικογένειας Χρυσούλη με τα ξηραντήρια καπνού, από τα λίγα εκείνης της εποχής στην περιοχή μας.
Στην εποχή του μπάρμπα Σπύρου Μουρκούση, που με το ποδήλατό του περίμενε κάθε πρωί τις ψαρόβαρκες, να μεταφέρει και να πουλήσει τα ψάρια. Την εποχή του Μαμέντα, με το όμορφο παραδοσιακό καφενεδάκι στην άκρη στο λιμάνι, υπάρχει μέχρι σήμερα με το όνομα«Ναυτάκι» που στην συνέχεια το πήρε άλλος ένας θαυμάσιος άνθρωπος ο Τάκης Δελαπόρτας, στο καφενείο του μπάρμπα Φάνη αλλά και στο παντοπωλείο της Αριστέας.

Ο Τάκης Δελαπόρτας στο Ναυτάκι
Ποιος δεν θυμάται την πάντα γεμάτη αχλαδιά των Κωτσιενέων, που πηγαίνοντας για μπάνιο κόβαμε και κανένα αχλάδι γινωμένο στο διάβα μας για τον Κόλυμπο.
Αν πηγαίναμε από τον πάνω κεντρικό δρόμο προς Βουνάκι για μπάνιο την τιμητική τους είχαν τα αμπέλια των  Χρυσούλη (Ξουλέικα), όπου μπαίναμε και τρυγούσαμε κανα σταφύλι γινωμένο. Το Βουνάκι όπου το μπάνιο ήταν για λίγους και εκλεκτούς μιας και ήταν λίγο μακριά, πεντακάθαρη η θάλασσα και τα ψάρια να περνούν δίπλα μας, κατά καιρούς δε, εμφανίζονταν και ξιφίες.

Ο Μπάρμπα Κώστας Δελαπόρτας
(Κωτσιέν)
Ήταν ήσυχος χώρος για τα ζευγαράκια, αλλά φιλοξενούσε και μερικές σκηνές ξένων που τις έστηναν ανάμεσα στις ελιές που ήταν στο χωράφι δίπλα.
Στο άκουσμα τότε της παραχώρησης διπλανού μέρους σε ιδιώτες για την κατασκευή μαρίνας, όπως του Στάχτιαρη και του Αχείμαστου, η τοπική κοινωνία θορυβήθηκε.
Σήμερα βέβαια τα πράγματα δείχνουν μάλλον πως ήταν μια επένδυση που έφερε ανάπτυξη σε όλη την περιοχή, με ξενοδοχειακές μονάδες που η μια έφερε την άλλη.
Όλη η ζωντάνια όμως, όπως και η ενεργητικότητα επικεντρώνονταν μπροστά, στην παραλία του χωριού στον Κόλυμπο. Πάντα γεμάτη, έσφυζε από κόσμο και παιδικές φωνές. Ακόμη και την νύχτα κάναμε μπάνιο υπό το φως του φεγγαριού λες και θα το αγγίζαμε μιας και φαίνονταν στον πάτο της θάλασσας.
Δεν υπήρχε βάρκα που να μην την είχαμε «κλέψει» βράδυ, αφού είχαμε βάλει για ύπνο τους οικοδεσπότες μας και πηγαίναμε στα ανοιχτά, αγόρια και κορίτσια, μια όμορφη παρέα, αθώα, ρομαντικά, αναζητώντας την περιπέτεια και κάτι διαφορετικό, στην φεγγαράδα, υπό τους ήχους της ερασιτεχνικής κιθάρας.
Φυσικά πάντα την πλήρωνε το ψυγείο με τα παγωτά του Μαμέντα που παίρναμε μαζί μας, ειδικά τα οικογενειακά, κάθε πρωί τα μέτραγε ο άνθρωπος και όλο του έλειπαν, το λουκέτο όμως κλειδωμένο ερμητικά. Ο Μαγγανάκης που έκανε την βραδινή του βόλτα στην πλατεία δεν μας έπαιρνε χαμπάρι.
Ένα τσούρμο η παρέα, η Βίκυ, η Ρενέ, ο Κώστας, ο Γιώτης, ο Αλέκος, ο Κώστας, ο Θωμάς, ο Βασίλης, ο Άκης, οι αδελφοί Κανέλου και άλλοι πολλοί.
Ανάμεσά μας πολλές  φορές ένα άτυχο παλικάρι, ο Δημήτρης Χρυσούλης, μοναχογιός της θεια Τασούλας και του μπάρμπα Νώντα, όπου φεύγοντας από μια παρέα της παραλίας, το θυμάμαι σαν τώρα, πήρε την μηχανή του και κατευθύνθηκε στην περιοχή Παλιουριάς προς τον Μύτικα«όπου ήθελε να πάει να δει τα βοοειδή που είχε.»
Ενας καλός φίλος
ο Δημήτρης Αχείμαστος
Και έγινε το μεγάλο κακό, έπεσε από την μηχανή του στον δρόμο της παραλίας, βγαίνοντας από το χωριό, χτύπησε στο κεφάλι και έφυγε από κοντά μας αμέσως. Μέγα πένθος για το χωριό, δυo μέρες είχε να πατήσει άνθρωπος στην θάλασσα, όλοι τον θρήνησαν τότε σαν αδελφό και όχι σαν φίλο.
Σχεδόν από κάθε σπίτι έλειπαν οι άνδρες  τότε, ήταν στα βαπόρια, όπως οι Πανταζαίοι. Ανά διαστήματα ερχόταν γράμμα με τον ταχυδρόμο και ήταν η χαρά της μάνας, της γυναίκας, της αδελφής που περίμενε νέα ανυπόμονα. Πολλές οικογένειες Ζαβερδιανών, λόγω της φτώχειας αναγκάστηκαν να διαλέξουν τον δρόμο της ξενιτιάς και να εγκατασταθούν μόνιμα σε άλλες χώρες όπως η Αυστραλία.
Η Θεία Χαριτωμένη από τον
γάμο της στην Αυστραλία 
Η θεία Χαριτωμένη, έφυγε μικρή, μπήκε σε ένα καράβι, ταξίδεψε μερόνυχτα να φτάσει, ζει ακόμη εκεί, δημιούργησε την οικογένειά της. Άλλες οικογένειες δούλευαν σε διπλανά χωριά, σε αγροτικές καλλιέργειες επί το πλείστον, ακόμη και στην Κατούνα έρχονταν πολλοί και δούλευαν τότε.
Εμείς όμως εκεί, ποδαρόδρομο ανά τρεις μέρες στους συγγενείς της θεια Ζωίτσας στην Πογωνιά, περνώντας από την γέφυρα και το ποταμάκι, μια βαλτώδη περιοχή που δεν είχε καμιά σχέση με την σημερινή παραλία, ο παππούς, η γιαγιά, ο Δημήτρης και η Μυγδάλω  περίμεναν, άλλο κράμα ανθρώπων, υλικά φτωχοί, πλούσιοι στην καρδιά όμως, ντόμπροι και υπερήφανοι.
Περιμένοντας την Βενζίνα για Λευκάδα
Η γιαγιά Ρίνα Πανταζή, πάντα κυρία απέναντί μας στην φιλοξενία  και την συμπεριφορά της, ψωμί με λάδι και ζάχαρη ήταν αυτό που μας άρεσε από τα χέρια της και τρώγαμε συνέχεια, αλλά και ο μπάρμπα Γιάννος Πατσούρας ήταν από τους συγγενείς που μας αγαπούσε υπερβολικά.
Συχνά κυνηγούσαμε τις πάπιες της γιαγιάς Όλγας του Τριαντάφυλλου, της Βαγγελίας στο γεφύρι, στο πάνω μέρος του χωριού.
Οι Καρλεσαίοι μια μέρα πήγαν να με πνίξουν, τους είχα βρίσει αν θυμάμαι καλά, μετά γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Ο Λιαροκάπης ήταν περισσότερο φίλος του Αλέκου.
Ο μπαρμπα Νώντας στο βενζινάδικο πλέον και το ξενοδοχείο του Τάκη Τάνταρου περίμενε κανέναν επισκέπτη.
Ο Παππούς Νίκος η γιαγιά
Ευσταθία και η μητέρα μου Βούλα
στην αγκαλιά τους 
Στον  Κρούτα (Γιαννιά) εκει που ειναι σήμερα του Βασιλάκη Χασακή απέναντι από την Αγία Παρασκευή πηγαίναμε για τα σκέτα τσιγάρα του παππού Νίκου που η μουστάκα του είχε πάρει το χρώμα της νικοτίνης, και με το καΐκι του μπάρμπα Γιώργου Ζερβούλη κάναμε όμορφες ημερήσιες εκδρομές με τους γονείς και τους συγγενείς μας απέναντι στην Λευκάδα, στα μέρη της γιαγιάς Κυριακούλας στην Λευκάδα και καμιά φορά στα Χαραβιάτικα, ενώ οι βαρκάδες με τον Μπάμπη ήταν καθημερινό φαινόμενο ώσπου μια μέρα, λιανόπαιδα εμείς, βγήκαμε με μια παρέα στα ανοιχτά, βούτηξαν όλοι, ήρθε η σειρά μου κι από ντροπή βούτηξα και εγώ, να που όμως εγώ δεν ήξερα καλό μπάνιο, με το «βοήθεια Μπάμπη» που φώναξα παρατάει τη βάρκα ο Μπάμπης Δελαπόρτας και βούτηξε και με έπιασε, η βάρκα ακυβέρνητη, άντε να την ξαναμαζέψεις πάλι…
Η οικογένεια Ωνάση με τις επισκέψεις της από τον Σκορπιό πρόδιδε την αξία της Ζαβέρδας και το καΐκι με το όνομα «βενζίνα» πηγαινοερχόταν στην Λευκάδα.
Όλα καλά, αλλά τα κουνούπια της Ζαβέρδας τότε ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να μας συμβεί, αφού παρότι τοποθετούσαμε τα φιδάκια που μύριζαν πολύ άσχημα και τα τοποθετούσαμε γύρω γύρω από τα υπαίθρια κρεβάτια μας, αυτά ακουγόταν την νύχτα σαν γερμανικά «στουκας»  και κατέβαιναν από ψηλά να ρίξουν τις «βόμβες» τους, διαπερνώντας ακόμη και το σεντόνι, κάνοντας τις βραδιές εφιαλτικές.
Αγία Παρασκευή 
Την ημέρα της Αγίας Παρασκευής τον Ιούλιο, που είναι η προστάτιδα του χωριού γίνεται μέχρι και σήμερα μεγάλη γιορτή και πανηγύρι, όπως και η περιφορά της εικόνας μέχρι την παραλία.
Στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, όπου τα κλαρίνα με τις φωνές του Τάκη Καρναβά, της Τασίας Βέρρα, της Βαγγελιώς Χριστιά κ.α. εκεί πάνω στο προαύλιο των Συνεταιρισμών διατηρούσαν την παράδοση, όπως και στην σκαμνιά στην παραλία, μας κράταγαν ευχάριστα ξάγρυπνους όλη νύχτα ώσπου ερχόταν το πρωινό, κοιμόμασταν έξω λόγω ζέστης, βάραγε ο ήλιος και μεταφέραμε το κρεβάτι στην σκιά για να κοιμηθούμε λίγο ακόμη, μες την ανυπόφορη πια ζέστη.
Καμάρωνε ο θείος Στέργιος για τα ανίψια στο πανηγύρι, αυτός μπορεί να μην ήξερε να χορεύει αλλά το ζούσε περισσότερο, η χαρά του όμως ήταν μία, να μας βάλει να χορέψουμε, εμάς, τα παιδιά της αδελφής του. 
Αν δεν το κάναμε δεν έμενε ποτήρι στο τραπέζι από στενοχώρια, αν το κάναμε όμως πάλι δεν έμενε από ευχαρίστηση όμως τότε, έπρεπε Αλέκος, Βαγγέλης, Νίκος να χορέψουμε με την θεία Γιώτα και η σκέψη του να τρέχει στην άλλη του αδελφή που ήταν στην Αυστραλία και είχε χρόνια να την δει, από τότε που πήρε τον δρόμο της ξενιτιάς και της ορφάνιας, μικρή κοπέλα.
Στην γειτονιά εκεί στο Σκορδοχώρι τα παιχνίδια έδιναν κι έπαιρναν, τα Παργινόπουλα, τα Αιφαντόπουλα, του Φουρλάνου, οι Μαζαρακαίοι, όλα τα παιδιά της ηλικίας μας, άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα, η Ρούλα, η Δέσπω, ο Πάνος, η Γκόλφω, η Ελένη, η Δημητρούλα, ο Νίκος, η Σταθούλα, η Σία, η Βαγγελίτσα και η Λούλα που ερχόταν από την Αθήνα …
Η βόλτα στην παραλία, πέρα δώθε, πέρα δώθε, μέσα στα σκοτάδια, φθάναμε μέχρι τη ταβέρνα του Σκανδάλη, που ήταν η τελευταία προς το βουνάκι, τα ζευγάρια όμως συνέχιζαν.
Ήμασταν τυχεροί γιατί  ο μπάρμπα Στέργιος το’ πιανε στα πάνω καφενεία, λίγες φορές κατέβαινε προς τα κάτω, στην παραλία αργότερα ερχόταν στους Δελαπορταίους, κάποιες φορές στον Νίκο Τζάνη και στον Αλμπάνη και έτσι δρούσαμε ελεύθερα.
Πηγαίνοντας με τα πόδια στο
Μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου
με τη μάνα μας Βούλα Δελαπόρτα

αριστερά Βαγγέλης,δεξιά Αλέκος
Τον Στέργιο τον ακολουθούσαμε μερικές φορές στο πάνω το χωριό (στα καφενεία), κυρίως στους Φιλιαίους (Μίχου) στην ταβέρνα, όπου ακούγαμε κυρίως από τον μπάρμπα Κώτσο  παλιές ιστορίες, που τις συνδυάζαμε με τις παλιές φωτογραφίες των «μασιστικών» ικανοτήτων του, αλλά και με άλλες που ήταν ντυμένος παραδοσιακά και ήταν κρεμασμένες στον τοίχο της ταβέρνας. Το μαγαζί σέρβιρε μόνο ούζο και κρασί από τις βαρέλες και μεζέ, και φαγητά τίποτε άλλο. Ακριβώς δίπλα ο μπάρμπα Γιάννος με το κρεοπωλείο.
Όμορφη ζωή, καμία σχέση με την ζωή της Κατούνας, άλλωστε ήμασταν όλοι φίλοι και πρωτοστατούσαμε στα παιχνίδια και τις σκανδαλιές από το πρωί ως το βράδυ. Αργότερα άνοιξε και ντισκοτέκ, ήρθε η μόδα, τα μπαράκια δεν υπήρχαν. 
Ο Κίκερης είχε το παντοπωλείο και έφερνε τις μπουκάλες υγραερίου στα σπίτια, ο άλλος ο Κίκερης είχε το καφενείο απέναντι από την εκκλησία.
Άλλη μεγάλη παρέα εκεί στη θάλασσα με το βόλεϊ στην ημερήσια διάταξη ο Γιώτης, ο Κώστας, ο Όθωνας, ο Άκης και πολλοι άλλοι….
Οι βουτιές από τα κατάρτια των μικρών πλοίων στο λιμάνι, παρόλο που μας το απαγόρευαν, ήταν καθημερινή συνήθεια, άλλωστε ήταν κομμάτι της επίδειξης των ικανοτήτων μας λόγω ηλικίας και μαγκιάς με αρχηγό τον Γρηγόρη Μαυρουλή.
Το αρχοντικό του Ράγγου 
Για παπούτσια στον Κομινάτο για ρουχα στον Ασπρογέρακα, για κούρεμα στον Τάνταρο, για ψωμί εκτός του ζυμωτού της γιαγιάς στον παραδοσιακό φούρνο, πεταγόμασταν στου Στάχτιαρη η στου μπαρμπα Σπύρου Μαλιαγρίδη αλλά άντε να πάρεις σειρά, όταν όμως περνούσαμε από το αρχοντικό του Ράγγου κάτι μας κυρίευε, δεν ξέρω αν ήταν φόβος ή περιέργεια για όσα είχαμε ακούσει για αυτό, μύθους και θρύλους. 
Σίγουρα όμως φοβόμασταν στην γέφυρα πιο κάτω από το σπίτι του Ζερβούληστον δρόμο προς την Αγία Παρασκευή, μας έλεγαν πως έβγαιναν καλικάντζαροι για να μην αργούμε τα βράδια, από εκεί ήταν το διάβα μας.
Ο ταξιτζής και γείτονας
Χρήστος Φουρλάνος 
Ταξί παίρναμε τον Χρήστο Φουρλάνο,τον Βαγγέλη Αχείμαστο και τον Βασίλη Τριαντακωνσταντή από την Πογωνιά.
Στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου πηγαίναμε με τα πόδια ακολουθώντας τους δικούς μας, ανεβαίναμε στα Μπουρδουβαλέικα μετά περνάγαμε τα Ταμπακελέικα και ακολουθούσαμε το μονοπάτι ανάμεσα στις σχοινάρες περνώντας και από το εκκλησάκι της Παναγίας και στην συνέχεια μπαίναμε στην περιοχή του Αγίου που πρωτοαντικρίζαμε πάνω στο βράχο «το πάτημα του αλόγου» του Αγίου Δημητρίου και στην συνέχεια φθάναμε στο Μοναστήρι. Πολλές γυναίκες τοχαν τάμα και ανέβαιναν ξυπόλυτες,  πηγαίναμε αποβραδύς, πολλές φορές και κοιμόμασταν στα κελιά της μονής.
Είναι πολύ σημαντικό να τονίσω  ακόμη ότι τον χαρακτήρα και την προσφορά των εκδηλώσεων, εκεί τον πρωτογνώρισα με τον τίτλο «Ξηρομερίτεια» του συλλόγου «Κεχροπούλα».
Ο Άγιος Δημήτριος 
Ένα από τα προβλήματα που θυμάμαι έντονα ήταν το νερό, καθώς υπήρχε μόνο στις κεντρικές βρύσες και από εκεί όλες οι γυναίκες το κουβαλούσαν με τις στάμνες στο κεφάλι στα σπίτια τους. Οι κοινοτικές βρύσες είχαν μετατραπεί σε χώρο συνάντησης και ανταλλαγής απόψεων. Στη γειτονιά μου υπήρχε η βρύση στην ελιά, δίπλα στου μπάρμπα Φάνη το καφενείο. Αργότερα κατασκευάστηκε το δίκτυο και τα σπίτια απέκτησαν δικές τους βρύσες, χωρίς αυτό να επιλύει οριστικά το πρόβλημα, αφού υπήρχε νερό για λίγες ώρες την ημέρα.
Η βρύση στην ελιά σήμερα 
Δύο ήταν τα ονόματα που ήξερα αργότερα, που ήταν πρόεδροι στο χωριό πότε Βίτσας, πότε Αχείμαστος.
Δεν θα φύγει ποτέ από την θύμησή μας ο χώρος του γηπέδου, εκεί που τα καλοκαίρια δίδονταν μεγάλες μάχες μεταξύ Ζαβερδιανών και καλεσμένων,υπό τις οδηγίες του «Μπούλια» Χασακή,ο οποίος για την Ζαβέρδα και την τοπική της ομάδα, τον Α.Ο. Παλαίρου υπήρξε σύμβολο.
Αν θυμηθώ και τις επίσημες ποδοσφαιρικές συναντήσεις πρωταθλήματος με την Μεδεών Κατούνας θα γελάσει κάθε πικραμένος, έπεφτε πολύ ξύλο σε κάθε συνάντηση. Σπάνια έληγε ποδοσφαιρικός αγώνας χωρίς επεισόδια, το σφύριγμα της λήξης δίνονταν στα αποδυτήρια ή πιο κάτω που ήταν τα σφαγεία τότε. Εγώ με τα πράσινα χρώματα της Κατούνας και με τα κίτρινα οι φίλοι και συγγενείς Ζαβερδιανοί, δύσκολος ρόλος, ανάμεικτα συναισθήματα.
Ποιος θα ξεχάσει το υπαίθριο σινεμά του Ματζαβίνου δίπλα στην σκαμνιά και του Ψυχογιού «Καμπανέλα»
Ο μπάρμπα Γιώργος Ζερβούλης
 η Ματζαβίνος 
Σε ένα στενό δίπλα στην παραλία την μηχανή την είχε στο παράθυρο του σπιτιού του και με πρόχειρη σκηνή περιφραγμένος ο χώρος. 
Ο ήχος ακούγονταν απέξω, αν δεν είχαμε φράγκο πηγαίναμε από την πίσω πλευρά και βλέπαμε το έργο ανάποδα. 
Με τα αγαπημένα μας ξαδέλφια, σε μικρή ηλικία τότε, ζήσαμε μαζί από τα μικρά μας χρόνια μέχρι που μεγαλώσαμε.
Τα πράγματα δυσκόλεψαν όταν ο θείος ξεκίνησε να καλλιεργεί καπνά και αυτό δεν μας άρεσε καθόλου, η ξενοιασιά που υπήρχε, μετατράπηκε αμέσως σε κάτι σαν την πραγματικότητα και την καθημερινότητα της Κατούνας, εμείς βέβαια ήμασταν μαθημένοι και καμένοι απ΄αυτή.
Όλα αυτά τέλειωσαν μια μέρα ξαφνικά, όπως ξαφνικός ήταν και ο θάνατος του θείου, αναπάντεχος, απρόσμενος και οδυνηρός. Κόπηκε ο κρίκος της αλυσίδας όλων αυτών και συνοδεύτηκε με μεγάλη πίκρα και στενοχώρια από εκεί και ύστερα.
Η Πάλαιρος είναι ένα αξέχαστο μέρος. Φθάνοντας στην στάση του Χρυσούλη που περίμενα το λεωφορείο καταλάβαινα το αναπόφευκτο. 
Η διαδρομή μέσω  Μύτικα για Κατούνα έμοιαζε ατελείωτη και πραγματικά δεν μιλιόμουν. Το καλοκαίρι τέλειωνε και την αποχωριζόμουν, δάκρυα και αναφιλητά συνόδευαν το ταξίδι της επιστροφής στο χωριό μου.
Λένε πως κάθε τόπος, πέρα από την φυσική του ομορφιά, παίρνει την μορφή και τα χρώματα των συναισθημάτων με τα οποία τον συνδέουμε …
Η  Πάλαιρος για μένα ήταν και είναι ένας Παράδεισος …
Είναι «ένας τόπος γεμάτος αναμνήσεις και έρωτα..»
Συνεχίζεται..
Στο καφενείο του Μαμέντα
(Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα από το νέο βιβλίο μου και προδημοσιεύτηκε εδώ και μερικά χρόνια σε νεοσύστατο blog της Παλαίρου και ήταν πρώτο σε αναγνωσιμότητα, αλλά χάθηκε χωρίς να ξέρω το γιατί και πως, κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια να το ξαναγράψω δεν ξέρω όμως αν τα κατάφερα».
Το αφιερώνω στην μνήμη του πολυαγαπημένου θείου Στέργιου που κάθε χρόνο  μας φιλοξενούσε και στον αείμνηστο Δημήτρη Αχείμαστο που έφυγε πρόσφατα. 




Γράφει ο Βαγγέλης Κουτιβής

google page rank