Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Γελάδια – Άλογα – Γαϊδούρια



Η κοκκίνω στο λόζιο της

Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης
Εξ Ελαίας Νικολιτσίου Πρεβέζης

Οι κτηνοτρόφοι ονομάτιζαν τα μεγάλα (χοντρά) ζώα τους, για τα φωνάζουν, να τα δείχνουν σε κάποιον, να πηγαίνει ο νούς τους τέλος πάντων σε αυτά. Στην Ήπειρο μερικά από τα ονόματα αυτά ήταν  τα παρακάτω.

Για τα γελάδια:
Μουσκάρια : μέχρι δύο ετών.
Δαμάλια: σε ηλικία αναπαραγωγής.
Μιλιόρια: τα δαμάλια με μία γέννα.
Αγελάδες: τα θηλυκά μεγαλύτερης ηλικίας. Εγκυμονούν για 9 μήνες.
Κοκκίνω: με κοκκινωπό τρίχωμα.
Λιάρα: με απρόμαυρο τρίχωμα.
Στεφανοκέρατα: είχαν τα κέρατα σαν στεφάνι.
Μελίσσω : καστανόξανθο, στο χρώμα της μέλισσας.
Μουτζούρω
Σιούτα : χωρίς κέρατα.
Μελιά: στο χρώμα του μελιού.
Βόϊδι : το αρσενικό κατάλληλο για αναπαραγωγή.

Στο πότισμα των γελαδιών

Σε πολλά χωριά διόριζαν κοινοτικούς βοσκούς (γελαδάρηδες, βαλμάδες κ.λ.π.). Αυτοί συγκέντρωναν τα ζώα όλου του χωριού (από σπίτια που είχαν λίγα ζώα) και τα πήγαιναν στα βοσκοτόπια. Τα φρόντιζαν, τα πότιζαν σαν δικά τους. Και κάθε βράδυ τα διένειμαν και πάλι στους ιδιοκτήτες τους. Πληρώνονταν από τους νοικοκυραίους ανάλογα με τον αριθμό των ζώων.

Έκανε ζημιές; Απ’ τα κέρατα και στο μαντρί με το τρακτέρ.

Όταν έσμιγαν τα κοπάδια, ξεχώριζαν μόνα τους και ποτέ δεν έμενε ζώο σε ξένο κοπάδι. Μόνο τα κριάρια ξέμεναν ακολουθώντας προβατίνες τον καιρό του μαρκάλου.

Για τα άλογα:
Πουλάρια: τα μικρά.
Τριξαμηνίτικα: μέχρι 18 μηνών.
Δυότικα: δύο ετών.
Γρίβα, καρά: τα μαύρα.
Ψαρή και ψαροπούλα: αυτά που είχαν ασπρόμαυρο του ψαριού χρώμα.
Ντορή: το κόκκινο.
Βλάγγο: το υποκόκκινο.
Αλτζέ: το ανοιχτό κόκκινο.
Μπάλιο: το μαύρο με άσπρο μέτωπο.
Αστέρω και φεγγάρω: την μπάλια φοράδα.
Μούρτζινο: με χρώμα σιδήρου στο πρόσωπο.
Παρδαλό, λιάρο: το μαύρο με άσπρες βούλες.
Νυχάτο: το μαύρο ή κόκκινο με άσπρους αστραγάλους.
Γιόκα: το ολόλευκο.
Σίβο: με μουντό σταχτί σαν του αγριογούρουνου χρώμα.
Φοράδα: το θηλυκό άλογο. Εγκυμονεί 9 μήνες.
Από την  διασταύρωση φοράδας και γαϊδουριού γεννιέται το μουλάρι που είναι στείρο (υβρίδιο). Από την σπάνια περίπτωση διασταύρωσης αλόγου και γαϊδούρας γεννιέται το γαϊδαρομούλαρο.
Όταν η φοράδα γκαστρωθεί από γαϊδούρι (γομάρι) τότε εγκυμονεί 11 μήνες και γεννιέται το γαϊδορομούλαρο.
Βαρβάτο: το αρσενικό κατάλληλο για αναπαραγωγή.
Τα άλογα και τα γελάδια όταν βρίσκονταν σε ημέρες αναπαραγωγής «σέρνουν» (σέρουν)
Ρογγάτσικο: το άλογο αυτό που δεν έχει ευνουχιστεί καλά.
Οι αγωγιάτες πρόσεχαν στα άλογα να έχουν μεγάλα και χοντρά κόκκαλα, στήθος και καπούλια πλατειά, οριζόντια ωμοπλάτη και καπούλια, με χαμηλά περικάρπια ποδιών, ανοιχτά πισινά σκέλια, να μην είναι ρογκάτσικα (όχι καλά ευνουχισμένα) και νάναι σαμαριάρικα, φορτιάρικα.

Ατύχημα στο φόρτωμα

Ακριβοπλήρωναν το ντορή ή καρά με το ένα περικάρπιο άσπρο, απέφευγαν σαν κακότυχο και δυσοίωνο αυτό που είχε μια μαύρη βούλα μέσα σε μεγαλύτερη άσπρη. Τυχερό ήταν το άλογο με στεφάνι στο μέτωπο, ενώ γρουσούζικο αυτό με δύο στεφάνια.

Κατά καιρούς διεξάγονταν απογραφές μεγάλων ζώων, συνήθως αλόγων, ημιόνων και γαϊδουριών, είτε για στατιστικούς λόγους, είτε για στρατιωτικούς. Παρατίθεται ένα τέτοιο πιστοποιητικό της Κοινότητας Νικολιτσίου Πρεβέζης:



«Ο Πρόεδρος πιστοποιεί ότι σήμερον την 25η του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 1934, ο Δημήτριος Τζόλος του Κων/νου επάγγελμα έχων του γεωργού και διαμένων εν Νικολιτσίω εδήλωσε μίαν ημίονον μετά σάγματος γένος θήλυ, ηλικίας επτά ετών χρώματος ξανθού και αναστήματος 1,10 ως ιδιόκτητον. Πεισθείς δε περί τούτου εκ των προσαχθέντων υπ’ αριθ. 85 πιστοποιητικό (και) εγγράφων του κατέγραψα τούτο εν τω σχετικώ μητρώο…(Άρθρον 118 κώδικος περί στρατιωτικής εισφοράς)».
Το έγγραφο υπογράφεται από τον Στρατολόγο και τον Πρόεδρο.

Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε

Η γαϊδούρα (γομάρα) εγκυμονεί 9 μήνες.
Τα δυνατότερα γαϊδούρια και τα πιο εύσωμα τα έλεγαν «τρικαλινά», ίσως επειδή είχαν καταγωγή ράτσας από τα Τρίκαλα.
Οι εκφράσεις των χωριανών προς τα γαϊδούρια να προχωρήσουν ήταν: ούστ-ούστ-ότς-ούστ. Για να σταματήσουν: ούουγκξ-ούουγκξ. Και για να έρθουν κοντά τους: κίτς-κίτς.

Τα άλογα και τα γαϊδούρια οι χωριανοί, τα έβγαζαν στο βουνό και τα «περδούκλωναν» για να μη κατέβουν γρήγορα, αλλά και να μην μπορούν να κάνουν ζημιές σε καλλιεργήσιμα χωράφια.. Τους έδεναν δηλαδή τα δύο μπροστινά πόδια με το «περδούκλι» (σχοινί), να μη μπορούν να περπατήσουν γρήγορα..

Η σκύλα εγκυμονεί 70 ημέρες.
Και φύλαγαν τα κοπάδια, μαζί με τα σκυλιά τους που τα βάφτιζαν ανάλογα. Λιάμπω, κεμάλης, λιάρα, μούργκας, γκεσούλης, κολοβή, τραχίλης, φλώρος, κοπρίτης, λέων, ραμαντάνης κ.λ.π.
Άσπρα, λιάρα, μαύρα Ηπειρώτικα σκυλιά, μολοσσοί, που προξενούσαν τον φόβο με τα γρυλίσματα, τα γαυγίσματα και τα τρομερά τους δόντια.

Η γάτα εγκυμονεί 3 μήνες.

Η γουρούνα εγκυμονεί 110 μέρες.


Οι χωριανοί έτρεφαν και ένα γουρούνι στο σπίτι τους για τις ανάγκες των Χριστουγέννων. Το αγόραζαν συμύδι (μικρό). Το τάιζαν με δρακοντιές, σάπια φρούτα και αποφάγια (λιατήρια). Για να μη σκάβουν τα χωράφια τους, τους έβαζαν ένα σιδερένιο κρίκο στη μουσούδα τους. Το δε πέτρινο συνήθως σπιτάκι τους το έλεγαν «κουμάζι».

Τα κουνέλια, όταν βρίσκονται σε μέρες αναπαραγωγής «βατεύονται», οι γάτες «γατσεύονται» τα γουρούνια «βουρλίζονται» και «λασεύονται».

Να και μερικές βρισιές σε ζώα:
-Να σε φάει η λύσσα (σε σκύλο).
-Να σε πάρει ο μπούφος ή το γεράκι (σε κότα).
-Να σε φάει (ή να σε σκίσει) ο λύκος (σε αιγοπρόβατα).
-Ποδάρι να μη μείνει (να εξολοθρευτούν, να αφανιστούν όλα).
-Να τα κάνει ποδάρια (να τα τεμαχίσει ο λύκος).
-Άργανο να γίνουν (το δέρμα τους να χρησιμεύσει για την κατασκευή τυμπάνων και άλλων οργάνων).
-Κακός νταουτζιάς (σε άλογα).
-Που να σε κρεμάσω στο τσιγκέλι.
-Ρημάδια του κερατά.

Κάθε σπίτι διατηρούσε και ένα κοπάδι από κότες. Για το κρέας και τα αυγά. Αφημένες ελεύθερα στα γιούρτια, δικά τους και ξένα. Μόνο το βράδυ τις έκλειναν στις κούρνες.
«Προύουουκ…. Προύουουκ, πουλ - πουλ, ξε ξε ξε. Αχ! Ωρέ μπουφιάρες», ακούονταν το θάμπωμα στους μαχαλάδες. Γυναίκες που έκρεναν σε αλανιάρες, πουλακίθες και κοκοράκια με γεμάτα τα μπομπότσια, να κουρνιάσουν στις κούρνες τους. Αυτά τα μικρά ιδιόμορφα ξύλινα σπιτάκια ψηλά σε φούρκες και ντιχάλες να μη τις φτάνουν οι αλπές και τα κουνάβια, αλλά και να φεύγουν οι κοτσιλιές στον παρακάτω λάκκο.
Γεννούσαν στις φωλιές, όπου υπήρχε το φώλι, αλλά και στις γύρω βατσουνιές. Πρόδιδαν την φωλιά τους με το χαρακτηριστικό πανηγυρικό κακάρισμα μετά τον γέννο του αυγού.

Η κούρνα

Μπουφιάρες τις έλεγαν οι χωριανοί, πουλακίθες τις μικρές σε ηλικία, κοκοτσιέλια τα μικρά κοκόρια, που δεν έπρεπε να φαγωθούν πριν λαλήσουν. Έβαζαν τις κλώσσες πάντα με μονό αριθμό αυγών (17-19) και όταν έβγαιναν τα πουλάκια, μετά από 22 μέρες είχαν τον δικό τους τρόπο να ξεχωρίζουν τα αρσενικά από τα θηλυκά. Τα έπιαναν με τα δύο δάχτυλά τους από την ουρά και τα τραβούσαν μπρος-πίσω λέγοντας συγχρόνως:
«Αν είσαι κότα σύρε στη φωλιά,
αν είσαι κόκορας τσίμπα την ουρά».
Και εκείνα έκαναν τις αντίστοιχες κινήσεις.

Η αγοραπωλησία των ζώων ακολουθούσε μια διαδικασία. Οι πονηροί χωριάτες πότιζαν τα αρνιά νερό με αλάτι μέχρι που γίνονταν τούμπανο, για να σηκώσουν βάρος. Ο έμπορας τα έβαζε σε καλάθια πέντε-πέντε και τα ζύγιζε. Τα γουρούνια τα έτρεφαν δύο μέρες με λιατήρια, να φουσκώσουν.
Φυσικά δεν έλειπε και η πώληση κλεμμένων, που τα βάφτιζαν δικά τους.
Το πρώτο που κοίταζαν οι έμποροι στα γουρούνια ήταν αν ήταν άρρωστα από χαλαζιά. Τότε δεν τα έπαιρναν.
Οι έμποροι σκαρφίζονταν χίλιους δυό τρόπους για να κλέψουν τους χωριανούς όταν πουλούσαν τα ζώα τους. Ιδιαίτερα στο ζύγισμα. Όταν έβαζαν τα αρνιά στο κοφίνι να τα ζυγίσουν, και καθώς το καντάρι ήταν κρεμασμένο στο παλούκι που στηρίζονταν και σηκώνονταν στις πλάτες δυό αντρών, ο έμπορος έβαζε επιδέξια τη μύτη του παπουτσιού του κάτω από το κοφίνι για να αφαιρέσει βάρος. Οι αγοραπωλησίες γίνονταν στο κέντρο του χωριού και κοντά στο δρόμο.
Αξέχαστες παλαιοκαιρινές εικόνες από την ζωή της Ηπείρου και των χωριών της.

google page rank